σκονίζω

σκονίζω
[сконизо] р. пылить,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σκονίζω" в других словарях:

  • σκονίζω — σκονίζω, σκόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκονίζω — Ν [σκόνη] γεμίζω ή καλύπτω κάποιον ή κάτι με σκόνη, λερώνω με σκόνη …   Dictionary of Greek

  • σκονίζω — σκόνισα, σκονίστηκα, σκονισμένος, γεμίζω κάτι με σκόνη: Σκονίστηκαν τα έπιπλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκόνισμα — το, Ν [σκονίζω] το αποτέλεσμα τού σκονίζω, λέρωμα με σκόνη …   Dictionary of Greek

  • κονίω — (Α) [κόνις] 1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ. β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.) 2. προετοιμάζομαι για μάχη 3. (για ίππους ή… …   Dictionary of Greek

  • σκονισμός — ο, Ν [σκονίζω] 1. το σκόνισμα 2. σκόνη, κονιορτός («μ έτοια αντρειά πορπάτει, / οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»